- μπανιστήρι
- το подглядывание за женщинами;
κάνω μπανιστήρι — подглядывать за женщинами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω μπανιστήρι — подглядывать за женщинами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπανιστήρι — το [μπανίζω] το να κρυφοκοιτάζει κάποιος ημίγυμνους ή γυμνούς ή να παρακολουθεί ερωτικές περιπτύξεις για να διεγερθεί ο ίδιος σεξουαλικά, η ηδονοβλεψία … Dictionary of Greek